Οι περιβόητες «φοροελαφρύνσεις», που εξήγγειλε ο πρωθυπουργός στη ΔΕΘκαι για τις οποίες γινόταν τόσος λόγος το προηγούμενο διάστημα, επιβεβαίωσαν ότι η τεράστια φοροεπιδρομή σε βάρος του λαού δεν πρόκειται να ανακοπεί, καθώς αποτελεί ένα από τα βασικά εργαλεία στήριξης των μονοπωλιακών ομίλων και της «ρευστότητας» που απαιτούν για την ενίσχυση της κερδοφορίας τους.
Τα όσα εξαγγέλθηκαν ή διαρρέονται ως σενάρια από τα κυβερνητικά επιτελεία για την «ελάφρυνση» των εργατικών - λαϊκών στρωμάτων, αφενός αποτελούν ψίχουλα, σταγόνα στον ωκεανό της συνολικότερης φοροεπιδρομής, αφετέρου θα εξανεμιστούν στη στιγμή από τη συνολική εφαρμογή της αντιλαϊκής πολιτικής,με την παραπέρα μείωση των κρατικών δαπανών για την Υγεία και την Παιδεία, για την Πρόνοια, με τα νέα χτυπήματα που ετοιμάζονται στα εργασιακά και το Ασφαλιστικό.
Χαρακτηριστικό της ταξικής στόχευσης της κυβερνητικής πολιτικής - την οποία αποπροσανατολιστικά ο ΣΥΡΙΖΑ έσπευσε και πάλι να χαρακτηρίσει ως «στρατηγική του καλού μαθητή»! - είναι το γεγονός ότι ο πρωθυπουργός, από τη Θεσσαλονίκη, δεσμεύτηκε ταυτόχρονα για «σταδιακή» νέα μείωση του συντελεστή φορολογίας των κερδών του κεφαλαίου, από 25% στο 15%, καθώς και για μείωση του ανώτατου φορολογικού συντελεστή εισοδήματος,προαναγγέλλοντας ουσιαστικά νέα ένταση της αντιλαϊκής φοροληστείας.
Τα μέτρα που εξήγγειλε ο πρωθυπουργός στη ΔΕΘ ως τάχα «φιλολαϊκές» παρεμβάσεις, στην πραγματικότητα στοχεύουν στη διαμόρφωση του κατάλληλου αντιλαϊκού φορολογικού μείγματος, ώστε να αυξηθούν παραπέρα τα κρατικά έσοδα για λογαριασμό του κεφαλαίου.
Κριτήριο π.χ. για την εξαγγελθείσα μείωση στον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης στο πετρέλαιο θέρμανσης δεν ήταν το ότι τα λαϊκά νοικοκυριά πάγωσαν για δύο ολόκληρους χειμώνες, αλλά η «εισπρακτική αποτυχία» της προηγούμενης «απογείωσης» του φόρου, καθώς, λόγω της ραγδαίας μείωσης στην κατανάλωση, μειώθηκαν αισθητά τα έσοδα του κράτους αλλά και των μονοπωλίων του κλάδου. Στο έδαφος της συνολικότερης αντιλαϊκής επίθεσης, βέβαια, η μείωση ελάχιστων λεπτών ανά λίτρο πετρελαίου, είναι βέβαιο ότι θα αφήσει και πάλι παγωμένα χιλιάδες νοικοκυριά σε όλη τη χώρα.
Αντίστοιχα, η αύξηση των δόσεων για τις οφειλές προς την εφορία «απασχολεί έντονα την κυβέρνηση» ακριβώς γιατί βλέπει τις ληξιπρόθεσμες οφειλές να αυξάνονται με ρυθμό περίπου 1 δισ. ευρώ το μήνα και προσπαθεί για το πώς θα εισπράξει ό,τι περισσότερο μπορεί από τα λαϊκά νοικοκυριά που αδυνατούν να πληρώσουν. Για το λαό, βέβαια, το πρόβλημα δεν είναι σε πόσες δόσεις θα πληρώσει τους φόρους, αλλά το ύψος των φόρων που του φορτώνουν.
Το ίδιο και με το χαράτσι στα ακίνητα: Οι περιβόητες «διορθώσεις» της κυβέρνησης δεν αναιρούν τη μονιμοποίηση του χαρατσιού στη λαϊκή στέγηκαι τη διεύρυνσή του στη μικρή ακίνητη περιουσία. Ίσα - ίσα σκοπός τους είναι να εξασφαλιστεί ότι θα «πιαστεί» ο εισπρακτικός στόχος ύψους 2,65 δισ. ευρώ που έχει φορτωθεί στις πλάτες του λαού.
Από την πλευρά του, ο ΣΥΡΙΖΑεμφανίζεται να κριτικάρει τις κυβερνητικές εξαγγελίες, την «υπερφορολόγηση των χαμηλών και μεσαίων εισοδημάτων» και τις «φοροελαφρύνσεις στους πλούσιους». Δεν πάει όμως ούτε μια βδομάδα που ο Αλ. Τσίπρας διαβεβαίωσε ξανά τον πρόεδρο των βιομηχάνων ότι θα εξασφαλίσει «ευνοϊκό περιβάλλον» για την «παραγωγική» δραστηριότητα του κεφαλαίου.Χαρακτηριστικό της αντιλαϊκής σύγκλισής τους, άλλωστε, είναι πως η κριτική του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση εστιάζεται στο ότι δεν υπολογίζει τη «φοροδοτική ικανότητα των πολιτών», ενώ αντί των περισσότερων δόσεων προτείνει ως «λύση ανακούφισης των υπερχρεωμένων νοικοκυριών» μια «ρύθμιση ανάλογα με το διαθέσιμο οικογενειακό εισόδημα»...
Κυβέρνηση και ΣΥΡΙΖΑ ανταγωνίζονται για το ποιος μπορεί να διαχειριστεί καλύτερα τα συμφέροντα του κεφαλαίου και την ίδια ώρα διαγκωνίζονται, τάζοντας ψίχουλα στο λαό. Διέξοδος για το λαό, όμως, μπορεί να υπάρξει μονάχα, αν σε αυτήν την κοροϊδία αντιτάξει την πάλη του με κριτήριο τις σύγχρονες εργατικές - λαϊκές ανάγκες.