Καταλυτικός για τη μαντεία ήταν ο ρόλος των ιερέων, οι οποίοι επεδίωκαν συζητήσεις με τους επισκέπτες για να γνωρίσουν τις προθέσεις τους και να δώσουν τις ανάλογες απαντήσεις, καθώς και η ιεροτελεστία που ακολουθούνταν. Υπέβαλαν τους επισκέπτες σε ψυχολογικές και σωματικές δοκιμασίες είτε με τη δαιδαλώδη, επιβλητική κατασκευή του μαντείου και τις σκοτεινές γεμάτες υγρασία αίθουσες είτε με δίαιτα και με τη βοήθεια κυάμων που μασούσαν ώστε να θολώνουν το μυαλό τους και να εξάπτουν τη φαντασία τους.
Για να λάβει ο επισκέπτης απάντηση από την ψυχή έπρεπε να τελέσει προσφορές και να τη βγάλει από τη λήθη δίνοντάς της να πιει αίμα. Αξιοσημείωτη είναι η αναφορά του Ομήρου σύμφωνα με την οποία η μάνα του Οδυσσέα δεν τον αναγνώρισε παρά μόνο όταν ήπιε από το αίμα της προσφοράς.Οι ψυχές θεωρούνταν άυλες σαν σκιές. Τα "είδωλα"των ψυχών τα ανέβαζαν οι ιερείς με σιδερένιους μοχλούς από την υπόγεια αίθουσα. Στο τέλος οι πιστοί αποχωρούσαν από άλλη έξοδο ώστε να μην έρθουν σε επαφή με τους επόμενους επισκέπτες εξασφαλίζοντας με αυτόν τον τρόπο τη μυστικότητα. Η οποιαδήποτε μαρτυρία του χρησμού αποτελούσε βλασφημία και οδηγούσε ακόμα και σε θάνατο.
Μόλις ο επισκέπτης διέσχιζε την είσοδο του νεκρομαντείου βρισκόταν στην υπαίθρια αυλή (1). Οι ιερείς τον υποδέχονταν και τον οδηγούσαν στα δωμάτια υποδοχής (2) που βρισκόταν δίπλα. Εκεί υπήρχαν και άλλα δωμάτια τα οποία ήταν βοηθητικοί χώροι ή χώροι προσωπικού (2).Το πρώτο πράγμα που έκαναν οι ιερείς του νεκρομαντείου ήταν να πάρουν πληροφορίες για το λόγο της επίσκεψης, την οικονομική και την κοινωνική κατάσταση του επισκέπτη και στη συνέχεια τον οδηγούσαν στο νότιο τμήμα της αυλής όπου βρισκόταν τα δωμάτια παραμονής και προδιαίτησης (3). Εκεί παρέμειναν οι επισκέπτες για να προετοιμαστούν για τη δοκιμασία που θα ακολουθούσαν.Μετά την προετοιμασία τους, ο ιερέας τούς οδηγούσε μέσα από τις δύο πύλες (4) & (5) στα υπνοδωμάτια (6). Εδώ οι επισκέπτες υποβάλλονταν σε ειδική δίαιτα με κουκιά, χοιρινό λίπος και όστρακα, ουσίες που προκαλούσαν αναστάτωση στον οργανισμό τους. Όταν έκρινε ο ιερέας ότι κάποιος ήταν έτοιμος, τον οδηγούσε στον ανατολικό διάδρομο μέσα από την τρίτη πύλη (8). Πριν από αυτό όμως επισκεπτόταν το λουτρό (7) όπου έριχνε μια πέτρα δεξιά του για να εξορκίσει το κακό και έπλενε τα χέρια του στο λουτήρα (ένα πιθάρι με νερό).Μετά το πλύσιμο των χεριών ο επισκέπτης οδηγούνταν στο τελευταίο βόρειο δωμάτιο παραμονής (9) για άγνωστο χρονικό διάστημα όπου η δίαιτα ήταν αυστηρότερη και με τις συνεχείς προσευχές αλλά και τις διηγήσεις του ιερέα μέσα στο σκοτάδι, οι αισθήσεις άρχισαν να υπολειτουργούν οδηγώντας τον σε μια κατάσταση παραισθήσεων.Τελικά με οδηγό τον ιερέα, ο επισκέπτης έβγαινε στον ανατολικό διάδρομο (10) όπου θυσίαζε ένα ζώο (συνήθως πρόβατο) και κατευθύνονταν στην πύλη (11) του νότιου διαδρόμου.Ο νότιος διάδρομος (12) ήταν δαιδαλώδης σαν λαβύρινθος με τρεις τοξωτέςπύλες που είχαν σιδερένιες πόρτες με καρφιά ώστε να ενισχύει την αίσθηση του κάτω κόσμου. Εδώ πρόσφεραν στους θεούς άλευρα (άλφιτα) μέσα σε πήλινες λεκάνες που τις έσπαζαν επιτόπου.Η τελευταία πύλη ήταν η είσοδος του ιερού (13) επίσης σιδερόφρακτη και οδηγούσε στην κεντρική αίθουσα του ιερού (14), μιά αίθουσα μεγέθους 15 Χ 4,25 μ. δεξιά και αριστερά της οποίας υπήρχαν από τρία δωμάτια τα οποία ήταν αποθηκευτικοί χώροι (15) για δημητριακά και προσφορές των επισκεπτών.Εδώ στην κεντρική αίθουσα (14) γινόταν οι «χοές» δηλ. προσφορές σε υγρή μορφή, όπως γάλα, μέλι, κρασί και αίμα θυσιασμένων ζώων, που χύνονταν στο πλακόστρωτο δάπεδο για να εξευμενίσουν τους θεούς του κάτω κόσμου. Μετά από αυτό, σ’ αυτό το χώρο εμφανιζόταν και οι «σκιές» των νεκρών και μιλούσαν στον επισκέπτη.Στο τέλος ο επισκέπτης οδηγούνταν στην έξοδο (16) του ανατολικού διαδρόμου για να μη συναντηθεί με τους άλλους που ακόμα προετοιμαζόταν. Δεν έπρεπε να πει σε κανέναν τι είδε και τι έζησε γιατί θεωρούνταν βλασφημία.
Τα αρχαιότερα ευρήματα του Νεκρομαντείου, ανάγονται στη μυκηναϊκή εποχή (14ος -13ος αι.π.Χ.) κατά την οποία χρονολογούνται και τρεις παιδικοί τάφοι με ελάχιστα ευρήματα. Όστρακα αγγείων και πήλινα είδωλα που βρέθηκαν δυτικά του λόφου ανάγονται στα μέσα του 7ου αι.π.Χ. ενώ τα λείψανα του Νεκρομαντείου που σώζονται τοποθετούνται στην ελληνιστική περίοδο. Το κύριο τμήμα του ιερού χρονολογείται στους πρώιμους ελληνιστικούς χρόνους (τέλη 4ου –αρχές 3ου αι.π.Χ.)Το 167 π.Χ. πυρπολήθηκε από τους Ρωμαίους και έπαυσε η λειτουργία του για να κατοικηθεί ξανά τον 1ο αι.π.Χ. Τον 18ο αι.μ.Χ. οικοδομήθηκε στο χώρο η μονή του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου η οποία σώζεται μέχρι σήμερα με το αντίστοιχο νεκροταφείο. Στο χώρο βρέθηκαν επίσης εκατοντάδες αγγεία που περιείχαν προσφορές, λυχνάρια και μικρότερα αγγεία διακοσμημένα με το ρυθμό «δυτικής κλιτύος». Στις αποθήκες βρέθηκαν μυλόπετρες, θαλασσινά όστρεα, γεωργικά και οικοδομικά εργαλεία και ειδώλια της Περσεφόνης και του Κέρβερου.Η Αρχαιολογική Εταιρία διενήργησε ανασκαφές στο χώρο του Νεκρομαντείου τα έτη 1958-1964 και 1976-1977 υπό τον καθηγητή αρχαιολογίας Σωτήριο Δάκαρη ύστερα από παρότρυνση του δάσκαλου Σπύρου Γ. Μουσελίμη.
Από αρχιτεκτονικής άποψης το Νεκρομαντείο ταυτίζεται με μεγαλοπρεπές ταφικό μνημείο ή μαυσωλείο της Ανατολής του 5ου αι. Αποτελείται από πολυγωνική τοιχοδομία, σιδερόφρακτες πύλες, εσωτερική διαίρεση με διαδρόμους, κατασκευή που εξυπηρετεί τη λατρεία και τις τελετουργίες των υποχθόνιων θεών.Το κυρίως ιερό χωρίζεται με δύο παράλληλους τοίχους σε μία κεντρική αίθουσα και δύο μικρές πλαϊνές. Κάτω από την κεντρική αίθουσα βρίσκεται μία άλλη υπόγεια αίθουσα λαξευμένη στο βράχο η οροφή της οποίας στηρίζεται σε δεκαπέντε πώρινα(=από πωρόλιθο) τόξα.
διαίτερα αξιοσημείωτη είναι η ακουστική του χώρου της υπόγειας αίθουσας. Επ'αυτού εκπονήθηκε μια μελέτη από τους επιστημονικούς συνεργάτες του Εργαστηρίου Ακουστικής του Τμήματος Αρχιτεκτόνων του Αριστοτελείου πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Παναγιώτη Καραμπατζάκη και Βασίλη Ζαφρανά,η οποία διήρκεσε 12 έτη και παρουσιάστηκε σε συνέδριο στην Ιταλία. Σύμφωνα με αυτήν,στην υπόγεια αίθουσα βασιλεύει απόλυτη ησυχία και ταυτόχρονα ο χρόνος αντήχησης του χώρου είναι εξαιρετικά χαμηλός. Οι κ.κ. Καραμπατζάκης και Ζοφρανάς χρειάστηκαν αλλεπάλληλες μετρήσεις και διαφορετικά και εξελιγμένα τεχνολογικά μέσα, για να επιβεβαιώσουν αυτό το φαινόμενο. Η παρατήρηση των τόξων, σε συνδυασμό με τις ιδιαίτερα χαμηλές τιμές του χρόνου αντήχησης και του θορύβου βάθους, οδήγησαν τους δύο ερευνητές στο συμπέρασμα ότι ο χώρος ήταν συνειδητά κατασκευασμένος, ώστε να δημιουργεί στον επισκέπτη του έντονα ψυχοακουστικά φαινόμενα. Χαρακτηριστικό είναι ότι οι ακουστικές τιμές, πλησιάζουν την ακουστικότητα που υπάρχει στους ανηχοϊκούς θαλάμους (σύγχρονα εργαστήρια ακουστικής).
Πηγή: http://el.wikipedia.org/
Φώτο : Χρήστος Κιντής